-
1 нанимательский
επ.ενοικιαστικός, του ενοικιαστή•-ие права τα δικαιώματα του ενοικιαστή.
-
2 посредник
ο μεσίτ/ης, ο μεσολαβητής, ο μεσάζωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > посредник
-
3 распределение
η κατανομ/ή, η διανομή, ο καταμερισμός, η μοιρασιά, το μοίρασμαдвумерное - мат. δισδιάστατη --каналов рад. - των διαύλων/καναλιών-капиталовложений - των κεφαλαίων/επενδύσεων- невязки (геод.) - των σφαλμάτωνнепрерывное - συνεχής -, αδιάκοπη -разрывное - ασυνεχής -, διακεκομμένη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распределение
-
4 личный
επ.1. ατομικός, προσωπικός•-ая собственность ατομική ιδιοκτησία•
-ое оружие το ατομικό όπλο (του στρατιώτη)•
-ая охрана η προσωπική φρουρά•
-ое мнение προσωπική γνώμη•
-ые недостатки προσωπικές αδυναμίες•
предметы -ого потребления αντικείμενα ατομικής χρήσης•
-ые права граждан τα δικαιώματα του πολίτη•
это моё -ое дело αυτό είναι δική μου δουλειά (υπόθεση)•
-ое оскорбление προσωπική προσβολή•
-ая заинтересованность προσωπικό ενδιαφέρο.
ουσ. ουδ. -ое το προσωπικό, το ατομικό, το μοναχικό, του εαυτού.2. (γραμμ.) προσωπικός•-ое местоимение προσωπική αντωνυμία.
εκφρ.личный почётный гражданин – παλ. έντιμος πολίτης (τίτλος)•- дворянин – προσωπικότητα ανακηρυγμένη σε ευγενή•- ое дело – ατομικός φάκελλος•личный состав – το προοωπιν.ό. -
5 фиксировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.1. (γραπ. λόγος)• ορίζω, καθορίζω, προσδιορίζω•конституция -рует права граждан το σύνταγμα καθορίζει τα δικαιώματα του πολίτη.
|| σημειώνω, εγγράφω, καταγράφω, καταχωρώ•фиксировать все сведения καταγράφω όλες τις πληροφορίες.
2. προσηλώνω, καρφώνω, συγκεντρώνω•фиксировать внимание προσηλώνω την προσοχή.
3. στερεώνω.4. αφομοιώνω.1. ορίζομαι, καθορίζομαι, προσδιορίζομαι. || σημειώνομαι, εγγράφομαι, καταγράφομαι.2. προσηλώνομαι, καρφώνομαι,συγκεντρώνομαι•внимание -лось на дальней точке η προσοχή προσηλώθηκε σε μακρινό σημείο.
|| στερεώνομαι. -
6 гражданский
гражданский του πολίτη, πολιτικός юр. αστικός \гражданскийие права τα πολιτικά δικαιώματα \гражданский брак ο πολιτικός γάμος \гражданский долг το χρέος του πολίτη \гражданскийая война о εμφύλιος πόλεμος* * *του πολίτη, πολιτικός; юр. αστικόςгражда́нские права́ — τα πολιτικά δικαιώματα
гражда́нский брак — ο πολιτικός γάμος
гражда́нский долг — το χρέος του πολίτη
гражда́нская война́ — ο εμφύλιος πόλεμος
-
7 член
1. (организации, общества, объединения и т.п) το μέλος- του κοινοβουλίου, ο βουλευτής2. грам. το μέρος, το άρθρο 3. мат. о όρ/ος- - множества το μέλος του συνόλου 4. анат. το μόριο(половой) το ανδρικό γεννητικό μόριο, το πέοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > член
-
8 передать
-дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. передал, -ла, -ло, προστκ. передай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переданный, βρ: -дан, -а, -оρ.σ.μ.1. μεταδίνω•передать друг другу μεταδίνω ο ένας στον άλλον•
передать с рук на руки μεταδίνω από χέρι, σε χέρι.
|| εγχειρίζω, δίνω στα χέρια•передать записку δίνω το σημείωμα στα χέρια-.
μεταβιβάζω, μεταφέρω•передать свой права наследникам παλ. μεταβιβάζω τα δικαιώματα μου στους κληρονόμους.
|| στέλλω, ρίχνω, κατευθύνω•передать мяч на правую половину шля στέλλω την ποδόσφαιρα στο δεξιό μέρος του γηπέδου (πέρα από το κέντρο).
2. ανακοινώνω•передать известие μεταδίνω την είδηση.
|| διαβιβάζω•-айте мой привет μεταδόστε τους χαιρετισμούς μου.
|| εκθέτω• διατυπώνω ερμηνεύω•правильно -ал мысль автора σωστά αυτός ερμήνευσε τη σκέψη του συγγραφέα.
3. αναπαρασταίνω, απεικονίζω. || μεταδίνω. (με διάφορα μέσα)•передать по семафору μεταδίνω με το σηματοδότη•
передать концерт по телевидению μεταδίνω συναυλία από την τηλεόραση.
|| διαδίνω•передать инфекцию μεταδίνω τη μόλυνση.
4. παραδίνω•передать дело в суд παραδίνω την υπόθεση στο δικαστήριο.
5. πληρώνω παραπάνω•передать три рубля при покупке δίνω τρία ρούβλια περισσότερα στο αγόρασμα.
|| παλ. βάζω, προσθέτωπαραπάνω.1. μεταδίνομαι, μεταβιβάζομαι•ненависть к врагу -лась от поколения к поколению το μίσος κατά του εχθρού μεταδόθηκε από γενεά σε γενεά;
2. παραδίνομαι•неприятельский батальон -лся нам το εχθρικότάγμα παραδόθηκε σε μας.
-
9 сторона
1. (пространство, расположенное по бокам или краям чего-л.) η πλευρά- выпуска (жидкости газа) - της εκροής/εξόδου2. (направление) η κατεύθυνση, το μέρος 3. (линия, ограничивающая геометрическую фигуру) το πλευρό 4. (дип., юр.) η πλευρ/άτο μέροςадреса сторон, юридические νόμιμες διευθύνσεις των - ώνпо просьбе - ы βάσει της ζήτησης/παράκλησης της - άςневиновная - μη υπαίτιος -, μη ένοχη -потерпевшая - ο παθών, το θύμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сторона
-
10 гражданский
гражданскийприл πολιτικός/ юр. ἀστικός:\гражданскийа́нские права τά πολιτικά δικαιώματα· \гражданскийаиское право τό ἀστικό δίκαιο· \гражданскийа́нский долг τό χρέος τοῦ πολίτη· \гражданскийанская война ὁ ἐμφύλιος πόλεμος· \гражданскийанская панихида ἡ τελετή τῆς ταφής. -
11 заявить
-явлю--явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заявленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.1. δηλώνω•заявить о своём согласии δηλώνω οτι συμφωνώ.
ρ.μ. παλ. εμφανίζω, παρουσιάζω, δείχνω. || εκδηλώνω•заявить протест διαμαρτύρομαι•
-о своём желании εκδηλώνω την επιθυμία•
свой права на что-л. προβάλλω δικαιώματα σε κάτι•
он -ил мне своё намерение ή о своём намерении αυτός μου εκμυστηρεύτηκε (φανέρωσε)τις διαθέσεις του.
2. αναφέρω• καταθέτω•он -ил в милицию о происшествии αυτός ανάφερε στην αστυνομία για το συμβάν.
εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι.
См. также в других словарях:
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия